- ποωδῶν
- ποώδηςherbaceousmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλαμάγρωστις — (Calamagrostis). Γένος ποωδών πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει περίπου 200 είδη των εύκρατων περιοχών. Στην Ελλάδα τα πιο συνηθισμένα είδη είναι η κ. η επίγειος, γνωστότερη με την κοινή ονομασία αγριοκάλαμο, που… … Dictionary of Greek
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
στίπα — και στύπα και στίπη και στύπη, η, Ν βοτ. κοσμοπολίτικο γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη πολυετών ή, σπάνια, μονοετών ποωδών φυτών που απαντούν στις… … Dictionary of Greek
κατλέια — Γένος ποωδών φυτών, της οικογένειας των ορχεϊδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για ορχιδέες, κυρίως επίφυτες, οι οποίες κατάγονται ειδικά από την Κεντρική και Νότια Αμερική και καλλιεργούνται σε θερμοκήπια, ως πολύτιμα φυτά με καλλωπιστικά άνθη. Τα… … Dictionary of Greek
κομβολβουλίδες ή κονβολβουλίδες — (convolvulaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Περιλαμβάνει περίπου 85 γένη θαμνωδών ή ποωδών φυτών, που χαρακτηρίζονται από λεπτούς, έρποντες ή αναρριχώμενους βλαστούς και απλά, ορισμένες φορές λοβωτά, κατ’ εναλλαγή… … Dictionary of Greek
άκερος — (aceras). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ορχιδιδών. Τo μοναδικό είδος του γένους είναι ο α. ο ανθρωποφόρος.Πρόκειται για αυτοφυές φυτό της Ελλάδας, ιθαγενές των παραμεσογειακών περιοχών. Έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
έβενος — I (ebenus). Γένος ποωδών ή φρυγανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με περίπου 15 είδη, που ευδοκιμούν στις περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Έχει φύλλα φτερωτά, τρίφυλλα και σπάνια απλά. Τα άνθη του είναι ροζ ή κόκκινα σε… … Dictionary of Greek
ίππουρις — (Ηippuris). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, της οικογένειας των ιππουριδιδών, που περιλαμβάνει το μοναδικό είδος Ηippuris vulgaris. Πρόκειται για πόα με στενά και μακρουλά φύλλα, που μοιάζει με τον εκουιζέτο. Πολλαπλασιάζεται με ριζώματα. * * * … Dictionary of Greek
αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α … Dictionary of Greek
ακταία — (actaea). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουνκουλιδών, με δύο μόνο είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Το πρώτο, η α. η σταχυανθής, φυτρώνει και στα δάση της βόρειας Ελλάδας.… … Dictionary of Greek